Οργανισμός Συλλογικής Διαχείρισης Έργων του Λόγου

ΟΣΔΕΛ

Το κοινό του βιβλίου στην Ελλάδα τριχοτομείται σε μη αναγνώστες, μη εντατικούς και εντατικούς αναγνώστες

Σύμφωνα με την έρευνα του ΟΣΔΕΛ με τίτλο «Αναγνώσεις, αναγνώστες και αναγνώστριες: Το βιβλίο και το κοινό του στην Ελλάδα» -την επιστημονική διεύθυνση της οποίας είχε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος καθηγητής κοινωνιολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών- το κοινό, ανάλογα με τον αριθμό των βιβλίων που διαβάζει (ή δεν διαβάζει), χωρίζεται σε μη αναγνώστες, μη εντατικούς αναγνώστες και εντατικούς αναγνώστες.

Στην ερώτηση: «Πόσα βιβλία έχετε διαβάσει τον τελευταίο χρόνο με οποιοδήποτε τρόπο (έντυπο, audiobook, ebook), εξαιρουμένων των πανεπιστημιακών ή των σχολικών βιβλίων;», το 35% των ερωτώμενων απαντά πως δεν διαβάζει κανένα βιβλίο τον χρόνο (μη αναγνώστες). Το 19% διαβάζει 1-2 βιβλία τον χρόνο και το 15% διαβάζει 3-4 βιβλία τον χρόνο (μη εντατικοί αναγνώστες). Επίσης, το 14% διαβάζει 5-9 βιβλία τον χρόνο και το 17% 10 βιβλία και άνω (εντατικοί αναγνώστες). Επομένως, οι μη αναγνώστες ανέρχονται στο ποσοστό του 35%, οι μη εντατικοί αναγνώστες στο 34% και οι εντατικοί αναγνώστες στο 31%.

Περισσότερα από τα μισά άτομα βασικής εκπαίδευσης (σε ποσοστό 55%) είναι μη αναγνώστες, σε αντίθεση με τα άτομα ανώτερης εκπαίδευσης, στα οποία το ποσοστό των μη αναγνωστών μειώνεται στο 16%. Γενικότερα, όσο υψηλότερη είναι η βαθμίδα εκπαίδευσης τόσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό των εντατικών και μη εντατικών αναγνωστών και μικρότερο το ποσοστό των μη αναγνωστών.

Αρχικά, διαπιστώνουμε ότι τα άτομα που δεν γνωρίζουν καμία ξένη γλώσσα σε ποσοστό 63% είναι μη αναγνώστες, ενώ στα άτομα που ξέρουν μία ή και δύο και περισσότερες ξένες γλώσσες μειώνεται το ποσοστό εκείνων που δεν διαβάζουν καθόλου (όσο περισσότερες μάλιστα γλώσσες γνωρίζουν τόσο μικραίνει το ποσοστό των μη αναγνωστών). Πιο συγκεκριμένα, το μεγαλύτερο ποσοστό των ατόμων που γνωρίζουν δύο ή και περισσότερες ξένες γλώσσες είναι εντατικοί αναγνώστες (42%) και μη εντατικοί αναγνώστες (41%), ενώ σε αυτή την κατηγορία είναι χαμηλό το ποσοστό εκείνων που δεν διαβάζουν κανένα βιβλίο (16%).

Επίσης, παρατηρούμε ότι όσοι έχουν χαμηλό πλήθος βιβλίων στο σπίτι τους, δηλαδή 0-20 βιβλία, διαβάζουν πολύ λιγότερο από εκείνους που έχουν μεσαίο (21-50 βιβλία) και υψηλό (51+) πλήθος βιβλίων στο σπίτι τους. Φαίνεται πως στα νοικοκυριά με μεσαίο και υψηλό πλήθος βιβλίων συγκεντρώνονται περισσότεροι εντατικοί και μη εντατικοί αναγνώστες. Μάλιστα, στα νοικοκυριά με υψηλό πλήθος βιβλίων (201+) το 52% των ατόμων, δηλαδή οι μισοί, είναι εντατικοί αναγνώστες, και μόνο το 18% είναι μη αναγνώστες, σε αντίθεση με τα νοικοκυριά που έχουν χαμηλό πλήθος βιβλίων, στα οποία τα ποσοστά αντιστρέφονται, και το 46% είναι μη αναγνώστες, ενώ μόνο το 18% είναι εντατικοί αναγνώστες.

Παρόμοια είναι η κατάσταση και με γνώμονα το πλήθος των βιβλίων που οι ερωτώμενοι είχαν κατά την παιδική και εφηβική τους ηλικία. Όσοι είχαν χαμηλό πλήθος βιβλίων (0-20) όταν ήταν παιδιά συγκεντρώνουν υψηλότερο ποσοστό μη αναγνωστών (45%) και ποσοστό εντατικών αναγνωστών χαμηλό, που αγγίζει το 26%. Αντιθέτως, τα άτομα με υψηλό πλήθος βιβλίων (51+) στην παιδική τους ηλικία συγκεντρώνουν το υψηλότερο ποσοστό εντατικών αναγνωστών (41%), ενώ έχουν χαμηλό ποσοστό μη αναγνωστών (26%). Γενικότερα, φαίνεται πως όσο περισσότερα βιβλία είχε στην κατοχή του κάποιος όταν ήταν παιδί, τόσο περισσότερο διαβάζει ως ενήλικας, τόσο πιθανότερο είναι δηλαδή να συγκαταλέγεται στους εντατικούς αναγνώστες.

Επίσης, όπως προκύπτει από την έρευνα, εκείνοι που κατά την παιδική τους ηλικία δεν είχαν στο περιβάλλον τους κάποιον εντατικό αναγνώστη είναι συχνά μη αναγνώστες, δηλαδή δεν διαβάζουν κανένα βιβλίο, το ποσοστό των ατόμων αυτών αγγίζει το 44%. Αντιθέτως, όσοι είχαν εντατικό αναγνώστη στο περιβάλλον τους κατά την παιδική τους ηλικία συγκεντρώνουν μεγαλύτερο ποσοστό εντατικών και μη εντατικών αναγνωστών.

Τα άτομα που ασχολούνται εντατικά με πολιτιστικές δραστηριότητες είναι εντατικοί αναγνώστες σε μεγάλο ποσοστό (42%), ενώ όσοι μετρίως ασχολούνται με κάποια έκφανση του πολιτισμού συγκεντρώνουν υψηλότερο ποσοστό μη εντατικών αναγνωστών (45%). Εκείνοι που δεν έχουν ιδιαίτερη πολιτιστική δραστηριότητα συγκεντρώνουν υψηλό ποσοστό μη αναγνωστών (49%). Εν ολίγοις, όσο περισσότερο ασχολούνται τα άτομα με τις πολιτιστικές δραστηριότητες τόσο περισσότερο διαβάζουν.

Ακόμα, παρατηρούμε πως οι ερωτώμενοι που εκκλησιάζονται πολύ συχνά διαβάζουν λιγότερο από εκείνους που εκκλησιάζονται λιγότερο. Συγκεκριμένα, το ποσοστό μη αναγνωστών στα άτομα με υψηλό βαθμό εκκλησιασμού αγγίζει το 39%.

Όσον αφορά τον βαθμό ανάγνωσης του ημερήσιου και περιοδικού Τύπου, τα άτομα που δεν διαβάζουν πολλά έντυπα, περιοδικά ή εφημερίδες, φαίνεται ότι δεν τα ελκύει η ανάγνωση βιβλίων, καθώς είναι γενικότερα μη αναγνώστες σε μεγάλο ποσοστό (56%). Αντιθέτως, το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών που διαβάζουν έντυπα είναι εντατικοί αναγνώστες (39%), ενώ όσοι βρίσκονται στη μεσαία κατηγορία ανάγνωσης εντύπων έχουν μεγαλύτερο ποσοστό μη εντατικών αναγνωστών (40%). Όσο λοιπόν μειώνεται ο βαθμός ανάγνωσης εντύπων τόσο αυξάνονται οι μη αναγνώστες και όσο αυξάνεται ο βαθμός ανάγνωσης εντύπων τόσο αυξάνονται οι εντατικοί αναγνώστες. Δηλαδή, εκείνοι που διαβάζουν πολύ και συχνά εφημερίδες και περιοδικά είναι σε υψηλό ποσοστό εντατικοί αναγνώστες και άλλων αναγνωσμάτων.

Διαπιστώνουμε, επίσης, ότι τα άτομα που δεν παρακολουθούν συχνά σειρές και ταινίες είναι εκείνα που συγκεντρώνουν το υψηλότερο ποσοστό μη αναγνωστών (42%). Ακριβώς η ίδια τάση παρατηρείται και ως προς τον βαθμό ακρόασης ραδιοφώνου, με το ποσοστό των μη αναγνωστών σε όσους ακούνε λίγη ώρα ραδιόφωνο (χαμηλοί ακροατές) να φτάνει το 52%.

Τα άτομα που χρησιμοποιούν ελάχιστα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συγκεντρώνουν μεγάλο ποσοστό μη αναγνωστών (48%), σε αντίθεση με τα άτομα που χρησιμοποιούν σε μέτριο βαθμό τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό εντατικών αναγνωστών και εξίσου μεγάλο ποσοστό μη εντατικών αναγνωστών. Δηλαδή, εκείνοι που χρησιμοποιούν σε μέτριο βαθμό τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και εκείνοι που τα χρησιμοποιούν με υψηλή συχνότητα, καθώς τα ποσοστά τους είναι παραπλήσια, είναι σε μεγαλύτερο ποσοστό εντατικοί και μη εντατικοί αναγνώστες από ό,τι τα άτομα που έχουν χαμηλό βαθμό χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Τέλος, στην ερώτηση: «Για ποιους λόγους δεν έχετε διαβάσει κάποιο βιβλίο το τελευταίο δωδεκάμηνο;», που τέθηκε σε όσους δήλωσαν πως δεν διαβάζουν βιβλία, η δημοφιλέστερη απάντηση, σε ποσοστό 51%, είναι πως αυτό συμβαίνει λόγω έλλειψης χρόνου. Αξιόλογο επίσης είναι το ποσοστό (22%) εκείνων που δηλώνουν πως δεν τους αρέσει το διάβασμα. Το 16% απαντά πως δεν έχει βρει κάτι ενδιαφέρον που να θέλει να το διαβάσει, το 13% πως δεν διαβάζει λόγω κάποιου προβλήματος υγείας, το 11% επειδή ασχολείται με το διαδίκτυο ή δεν έχει διάθεση και μόνο το 1% επειδή δεν ξέρει να διαβάζει.

Μπορείτε να κατεβάσετε την έρευνα εδώ.

(Δεκέμβριος 2022)

  Επιστροφή