ΟΣΔΕΛ
Συνέντευξη του Νίκου Παναγιωτόπουλου με αφορμή την έρευνα «Παιδί και ανάγνωση»
Δημοσιεύτηκε 30 Ιουλίου, 2024
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Σπούδασε Κοινωνιολογία και Εθνολογία στη Γαλλία. Υπήρξε μαθητής και στη συνέχεια στενός συνεργάτης του Γάλλου κοινωνιολόγου Πιερ Μπουρντιέ (Pierre Bourdieu, 1930-2002), στο ίδρυμα του οποίου είναι σήμερα αντιπρόεδρος. Ιππότης των γραμμάτων και των τεχνών της Γαλλικής Δημοκρατίας, έχει διδάξει σε πολλά πανεπιστήμια του εξωτερικού, είναι επιστημονικός συνεργάτης ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων της Ελλάδας και του εξωτερικού, μέλος συντακτικών επιτροπών διεθνών επιστημονικών περιοδικών και επιθεωρήσεων, καθώς και εκδότης και διευθυντής της ετήσιας τρίγλωσσης επιθεώρησης κοινωνικών ερευνών Κοινωνικές Επιστήμες (ΚΕ). Το βιβλίο Μάθε, παιδί μου, γράμματα! (εκδ. Πεδίο, 2024), το οποίο έγραψε σε συνεργασία με τις Αθηνά Καρατζά και Λίλα Παπαβασιλείου, και το οποίο βασίζεται στην έρευνα που διενεργήθηκε υπό την επιστημονική διεύθυνσή του, στο πλαίσιο του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης Έργων του Λόγου (ΟΣΔΕΛ), για τη σχέση των παιδιών με την ανάγνωση, μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.
Η έρευνα «Παιδί και ανάγνωση», που διενεργήθηκε στο πλαίσιο του ΟΣΔΕΛ υπό την επιστημονική διεύθυνσή σας, αφορά αφενός τη σχέση των παιδιών με την ανάγνωση, αφετέρου τον ρόλο της εκπαίδευσης στη διαμόρφωση της σχέσης αυτής. Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: Πόσο καιρό απασχοληθήκατε με την εν λόγω έρευνα; Πόσα ερωτηματολόγια μοιράστηκαν και σε ποιους;
Για ένα έτος περίπου σε συνεργασία με μια πολυμελή ερευνητική ομάδα. Διενεργήθηκε αρχικά μια ποσοτική έρευνα και συμπληρώθηκαν στη βάση 500 ερωτηματολόγια από γονείς οικογενειών προερχόμενων από διαφορετικές κοινωνικές κατηγορίες. Ο αριθμός αυτός ήταν ικανοποιητικός γιατί η έρευνα αυτή αποτελεί, με έναν τρόπο, συνέχεια της προηγούμενης πολύ μεγάλης έρευνας που διενεργήσαμε, πάλι στο πλαίσιο του ΟΣΔΕΛ[1], σε εθνικό επίπεδο και η οποία είχε εξετάσει την σχέση των Ελλήνων πολιτών με την ανάγνωση και το βιβλίο. Προηγήθηκαν οι αναγκαίες προέρευνες, που προετοίμασαν την οριστική μορφή ενός εκτενούς ερωτηματολογίου 65 ερωτήσεων, το οποίο εστάλη σε γονείς μαθητών που φοιτούν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Στη συνέχεια προχωρήσαμε στην ποιοτική διάσταση της έρευνάς μας, πραγματοποιώντας 100 εις βάθος συνεντεύξεις με ενηλίκους, οι οποίοι αφηγούνται τη σχέση τους με το διάβασμα από τότε που ήταν παιδιά έως σήμερα. Παράλληλα, πραγματοποιήθηκαν 16 εθνογραφικές παρατηρήσεις σε οικογένειες που έχουν παιδιά ηλικίας έως 12 ετών και οι οποίες εκπροσωπούν δομικά, με έναν τρόπο, την ταξική σύνθεση του ελληνικού πληθυσμού. Οι εθνογραφικές αυτές παρατηρήσεις προϋπέθεταν τη διεξαγωγή παρατηρήσεων της καθημερινής ζωής της οικογένειας, μέσα από τακτές επισκέψεις στο σπίτι και, ενίοτε, όπου η σχέση του ερευνητή με την ερευνώμενη οικογένεια το επέτρεπε, διαμονή στο σπίτι προκειμένου να «συλληφθούν» όλες οι στιγμές της καθημερινότητάς της.
Πρώτο συμπέρασμα της έρευνας είναι ότι η φιλαναγνωσία των παιδιών ξεκινά από την οικογένεια. Μάλιστα, παίζει πιο σημαντικό ρόλο το μορφωτικό επίπεδο των γονιών παρά το επάγγελμά τους, σωστά;
Σωστά. Η φιλαναγνωσία των παιδιών αποτελεί διάσταση των επιδράσεων του πολιτισμικού κεφαλαίου της οικογένειας μέσα στην οποία «ανα-τρέφεται» ένα παιδί. Δείξαμε και επιβεβαιώσαμε πως οι αναγνωστικές διαθέσεις των παιδιών δεν αποτελούν αυτόνομη οντότητα, αλλά βρίσκονται πάντα ενσωματωμένες στο αμοιβαίο σύστημα εξάρτησης που τις συνδέει με μια δεδομένη πρακτική οικογενειακή, και ευρύτερα συλλογική, πολιτισμική σφαίρα.
Πώς προσεγγίζουν το βιβλίο οι οικογένειες που προέρχονται από διαφορετικά οικονομικά/κοινωνικά στρώματα;
Η πρακτική της ανάγνωσης δεν έχει την ίδια κοινωνική και πολιτισμική αξία για όλα τα παιδιά, όσον αφορά τη συχνότητα αυτής της πρακτικής, την επιλογή των βιβλίων και τη σχέση με τη γλώσσα, προφορική και γραπτή, σχέση που άρρητα αυτή η πρακτική προϋποθέτει και συνεπάγεται. Μεταξύ των γονέων που καλλιεργούν την αναγνωστική πρακτική στα παιδιά τους, άλλοι χρησιμοποιούν την ανάγνωση ως τρόπο για να τα κοιμίσουν, άλλοι για να αναπτύξουν τη χρήση της γλώσσας σε αυτά και άλλοι για να αναπτύξουν τις γνώσεις και τη φαντασία τους. Μια διαίρεση στις χρήσεις της παιδικής ανάγνωσης, που αντιστοιχεί, με έναν γενικό τρόπο, στις βασικές ταξικές διαιρέσεις του κοινωνικού μας κόσμου και στα αντίστοιχα βιοτικά ύφη που οι διαιρέσεις αυτές κατασκευάζουν.
Η άνιση σχέση που έχουν με την ανάγνωση τα παιδιά που προέρχονται από διαφορετικό οικονομικό/κοινωνικό υπόβαθρο παράγει ή και διαιωνίζει κοινωνικές, πολιτισμικές και οικονομικές ανισότητες. Ποιος είναι ο ρόλος που καλείται να παίξει εδώ η εκπαίδευση;
Να παίξει τον ρόλο της, δηλαδή να προσφέρει καθολικά την πρόσβαση στα καθολικά αγαθά, μεταξύ άλλων, και στο αγαθό της αγάπης για την ανάγνωση. Δυστυχώς εξακολουθεί να μην παίζει αυτόν τον ρόλο, καθώς εξακολουθεί να συμβάλλει στην αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων μέσω των σχολικών ανισοτήτων που συνεχίζει να παράγει και να νομιμοποιεί, καθιστώντας παραγνωρίσιμο το γεγονός πως οι δεύτερες καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τις πρώτες. Και οι διαφορετικές αναγνωστικές συμπεριφορές που παρατηρούνται εντός του σχολείου αποτελούν διάσταση αυτών.
Μπορεί η εκπαίδευση να διαδραματίσει τον ρόλο αυτό με τις υπάρχουσες συνθήκες; Τι κύριες αλλαγές πρέπει να γίνουν στο δημόσιο σχολείο;
Αφενός, να πάψει να μεταχειρίζεται ως ίσα παιδιά άνισα μεταξύ τους, αφετέρου να καταστήσει συστηματικά αντικείμενο ρητής εκπαίδευσης ό,τι απαιτεί και προϋποθέτει στις διαδικασίες εκμάθησης που εντάσσει στο πρόγραμμά της, αφήνοντας ελεύθερη τη δράση της κοινωνικής καταγωγής. Μόνο με έναν τέτοιο διττό, ριζικό εκπαιδευτικό και παιδαγωγικό, μεταρρυθμιστικό προσανατολισμό το σχολείο θα μπορέσει να αντισταθμίσει, έστω σε έναν βαθμό, τον ρόλο της οικογένειας, η οποία μέσω της οικογενειακής αγωγής εξοικειώνει το άτομο με την ανάγνωση ως θεμελιώδη διάσταση του πολιτισμού και διαμορφώνει προδιαθέσεις οι οποίες μετασχηματίζονται, στην πράξη, σε αναγνωστική διάθεση. Και μόνο έτσι τα παιδιά τα προερχόμενα από τις κυριαρχούμενες ομάδες θα πάψουν να αιωρούνται, αυτά και οι οικογένειές τους, μεταξύ της επαίσχυντης συνείδησης της πολιτιστικής τους ταπείνωσης και της επιθετικής δυσφήμησης των κυρίαρχων πρακτικών.
Μετά την έρευνά σας αυτή, θα λέγατε πως είστε αισιόδοξος ή απαισιόδοξος ως προς τη φιλαναγνωσία των παιδιών στην Ελλάδα;
Δεν συνηθίζω να επιχειρηματολογώ με όρους αισιοδοξίας ή απαισιοδοξίας, αλλά με όρους έλλογων πιθανοτήτων. Και οι πιθανότητας δεν είναι καθόλου καλές, καθώς οι πολιτισμικές πρακτικές και καταναλώσεις, όπως και η φιλαναγνωσία, αποτελούν σήμερα ένα επιπλέον στοιχείο της θεμελίωσης της αλαζονείας που χαρακτηρίζει τις κυρίαρχες τάξεις. Εφοδιασμένες μ’ ένα πολύ ισχυρό πολιτισμικό κεφάλαιο εκπαιδευτικής και οικογενειακής προέλευσης, μ’ ένα ισχυρότατο εργαλείο κοινωνιοδικίας και αφορισμού, αποκήρυξης, αναθεματισμού του ακαλλιέργητου και ευτελούς βίου που παίρνει τη μορφή ενός ρατσισμού της ευφυΐας και της χάρης, με την έννοια της καλαισθησίας και της γοητείας, του χαρίσματος, οι κυρίαρχες τάξεις εμφανίζονται ως οι απολύτως νόμιμοι διατάκτες, διαθέτες του σημερινού κόσμου. Η φιλαναγνωσία, και μάλιστα στην αισθητική της διάσταση, συμβάλλει και αυτή ώστε να εμφανίζονται οι ενσαρκωτές της «νέας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας» ως οι καλύτεροι δυνατοί ευπρεπιστές γι’ αυτόν κόσμο όπου κυριαρχούν: εκτός από διεθνικοί, πολύγλωσσοι και πολυπολιτισμικοί, ευφυείς, μοδάτοι και φιλότεχνοι, είναι και φιλαναγνώστες και μάλιστα «ψαγμένων βιβλίων» σε αντίθεση με τους αυτόχθονες, τους «ντόπιους», τους «επαρχιώτες», τους «απαρχαιωμένους», «μωρούς», «άχαρους, «άκομψους» και «αδιάβαστους». Σε αυτό το νεοδαρβινικό βασίλειο των «καλύτερων και των εξυπνότερων», τα θύματα ενός τόσο ορθολογικά νομιμοποιημένου τρόπου κυριαρχίας θίγονται, πολύ βαθιά, στην ίδια την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους.
Το βιβλίο Μάθε, παιδί μου, γράμματα! απευθύνεται τόσο σε αναγνώστες/-τριες που έχουν ειδικό ενδιαφέρον για τη φιλαναγνωσία στη χώρα μας, όσο και στους γονείς, με στόχο να γνωστοποιηθούν τα αποτελέσματα της έρευνάς σας. Είστε ευχαριστημένος από τη μέχρι στιγμής διάχυση αυτής της γνώσης;
Έγινε πάλι μια πολύ σοβαρή καμπάνια από τον ΟΣΔΕΛ και προσπαθήσαμε να διαχύσουμε τα αποτελέσματά μας όσο τον δυνατό πλατύτερα, η έρευνα συζητήθηκε πολύ και σε πολλά κοινωνικά επίπεδα. Ελπίζω να συνεχίσει… αλλά, ξέρετε, το μείζον ζήτημα είναι να συζητηθούν σε επίπεδο ευθύνης πολιτικής διακυβέρνησης. Και εκεί δεν βλέπω το ζήτημα προς το παρόν να αποτελεί μέρος της επίσημης ατζέντας. Δεν σταματώ να λέω πως δεν μπορεί να υπάρξει αποτελεσματική και δημοκρατική διακυβέρνηση των πολιτών σήμερα χωρίς οι ιθύνοντες να γνωρίζουν και να χρησιμοποιούν τη γνώση που παρέχει η κοινωνική επιστήμη. Σήμερα η τεχνοκρατία συνδυάζεται με τον οικονομικισμό, προκειμένου να υποκαταστήσει την απουσία μιας ουσιαστικής πολιτικής επινοητικότητας, βασισμένης στη βαθιά γνώση του κοινωνικού κόσμου.
Διαβάζοντας τις 15 συμβουλές που δίνετε στους γονείς στο τέλος του βιβλίου, για την καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας στα παιδιά τους, αναρωτιέμαι: Ποιες από τις συμβουλές αυτές είχαν ακολουθήσει οι δικοί σας γονείς στην παιδική σας ηλικία;
Η κοινωνική θέση μου σας ωθεί να δώσετε ένα νόημα στην ερώτησή σας, το οποίο καθορίζεται από τη σχέση που οριοθετεί η συνέντευξή μας εδώ. Προέρχομαι από ένα περιβάλλον στο οποίο η ανάγνωση δεν αποτελούσε συστατικό στοιχείο του βιοτικού του ύφους, ούτε εργαλείο στο σύστημα των στρατηγικών αναπαραγωγής του. Θα χρειαζόταν πολύ χρόνος για να εξηγήσω την τροχιά που με έφερε στο να μου είναι δυνατό να το εξηγήσω. Περιορίζομαι στο να πω εδώ πως το γεγονός ότι προέρχομαι από τάξεις οικονομικά και πολιτισμικά ενδεείς επέτρεψε ό,τι ακολούθησε στη ζωή μου να με οδηγήσει, μεταξύ άλλων, να εργαστώ για να συμβάλλω με τα μέσα μου στην επεξεργασία πολιτικών που θα δημιουργούν ρήξη με όλες αυτές που στοχεύουν στην καθολικοποίηση των πολιτισμικών απαιτήσεων χωρίς να συνοδεύονται από την καθολικοποίηση των όρων πρόσβασης σε αυτές.
Η έρευνα «Παιδί και ανάγνωση» ήρθε ως συνέχεια της έρευνας «Αναγνώσεις, αναγνώστες και αναγνώστριες. Το βιβλίο και το κοινό του στην Ελλάδα», που πραγματοποιήθηκε πριν από δύο χρόνια. Πόσο συχνά γίνονται τέτοιες έρευνες για τη φιλαναγνωσία στη χώρα μας, από ποιους φορείς και ποια είναι η αξία τους;
Είχε πάνω από δέκα χρόνια να γίνουν τέτοιες έρευνες για το βιβλίο και το κοινό του, και μάλιστα πρώτη φορά με τέτοια επιστημονικά θεμελιωμένη επεξηγηματική προοπτική. Θέλω και από εδώ να χαιρετίσω τη διοίκηση του ΟΣΔΕΛ για τη δυνατότητα που έδωσε να πληρωθούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις τέτοιων απαιτητικών ερευνών. Είναι σπάνια σήμερα, και ως τέτοια χειρονομία αποτελεί όχι μόνο ένα είδος συμβολικής άμυνας στη σταδιακή απαξίωση των απαιτήσεων εγκυρότητας που πλήττει σήμερα τον χώρο της κοινωνικής επιστήμης, εξαιτίας της επικυριαρχίας του οικονομικού, αλλά και μια εθνικής εμβέλειας συμβολή στην παραγωγή γνώσης που μπορεί να χρησιμοποιηθεί πολύ αποτελεσματικά από τους πολίτες για πολιτικές και κλινικές λειτουργίες.
Πηγή: diastixo.gr